- παρεγκάπτω
- παρεγ-κάπτω,A swallow besides,
παρεγκέκαπταί τ' ἀρνί' ἢ δέκα Eub.15.9
; τὸ πνεῦμα prob. cj. in Plu.2.130b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεγκέκαπταί τ' ἀρνί' ἢ δέκα Eub.15.9
; τὸ πνεῦμα prob. cj. in Plu.2.130b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεγκάπτω — Α χάβω, καταβροχθίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκάπτω «καταβροχθίζω, καταπίνω λαίμαργα»] … Dictionary of Greek